Κώστας Κρυστάλλης
Μία από τις πιο ζωντανές
μορφές της νεότερης λογοτεχνίας μας. Αν ο θάνατος δεν τον
άρπαζε πάνω στα πρώτα φτερουγίσματα της ποιητικής του
ορμής, ο Κρυστάλλης θα ήταν μεγάλος ανάμεσα στους
μεγάλους. Αγνοήθηκε και αμφισβητήθηκε ζωντανός, αλλά
επιβλήθηκε και δοξάστηκε νεκρός.
Γεννήθηκε το 1868 στο
Συρράκο της Ηπείρου. Ο πατέρας του, πλούσιος
αρχοντάνθρωπος με πατριωτικό ενθουσιασμό, υπήρξε ευεργέτης
της περιοχής. Έτσι έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια
σε άνετο περιβάλλον και έλαβε όλα τα απαραίτητα εφόδια
για να προετοιμάσει τις δικές του φιλοδοξίες. Το 1880,
μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό, έχασε τη
μητέρα του και έτσι αναγκάστηκε να μετακομίσει στα
Γιάννενα κοντά στον πατέρα του.
Η πρώτη μαθητική περίοδος
του Κρυστάλλη στα Γιάννενα τοποθετείται στη περίοδο
1880-83 οπότε τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στη Ζωσιμαία.
Η μετατόπισή του στο κέντρο της λογιωτάτης αγωγής της
πόλης δεν τον έκανε να ξεκόψει από την πηγή της
λαϊκής παράδοσης. Μέσα του εξακολουθεί να υπάρχει το
Βλαχικό στοιχείο της καταγωγής του. Είναι Βλάχος και το
καμαρώνει, αλλά και Έλληνας και το διακηρύττει.
Το 1882 ξαναπαντρεύεται ο
πατέρας του και τότε γράφει το πρώτο του ποίημα «
Αι Οδύναι μου». Το 1885 κυκλοφορεί η συλλογή του
« Αι σκιαί του Άδου», που στρεφόταν
εναντίον της Τουρκικής κυριαρχίας και έγινε η αφορμή να
τον διώξουν από την Ήπειρο. Έτσι εγκαταστάθηκε στην
Αθήνα.
Στην Αθήνα έζησε μέσα σε ένα
κλίμα δυσπραγίας και άγνοιας, αφού εν τω μεταξύ υπήρξε
και μεγάλη οικονομική κάμψη της οικογένειας Κρυστάλλη
και οι Εθνικοί τίτλοι και η δράση του Πατέρα του,
χάθηκαν μέσα στη γενική αδιαφορία. Απεγνωσμένα ζήτησε
βοήθεια, τόσο από το Υπουργείο όσο και από πλούσιους
συμπατριώτες του, για ενίσχυση των σπουδών του, αλλά
όλες του οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Για να ζήσει
έκανε διάφορες δουλειές για να απολυθεί τελικά το 1893.
Μετά την απόλυσή του, προσβλήθηκε από φυματίωση και
πέθανε το 1894 σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Ζώντας μέσα στις κακουχίες
σμηλεύει τον «Σταυραητό», ένα σπουδαίο
ποιητικό έργο, μέσα στον οποίο καθρεφτίζεται ολάκερος ο
εαυτός του.
Η κυρίως ποιητική παραγωγή
του συγκεντρώνεται στις δύο ποιητικές του συλλογές, στα
« Αγροτικά» που επαινέθηκαν στον 2ο
Φιλαδέλφειο διαγωνισμό του 1890 και « Ο
Τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» που και
αυτό επαινέθηκε το 1892. Και οι δύο συλλογές του είναι
βαθιά επηρεασμένες από το δημοτικό τραγούδι. Ο Κρυστάλλης
στιχούργησε και τραγούδησε ακέραιο τον Αγροτικό πολιτισμό
στη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών.
Εγραψε και πολλά άλλα
ποιήματα («
Ο Καλόγηρος της κλεισούρας του Μεσολογγίου»,
«Η
ποθοπλανταγμένη», « Ο Τρύγος», «Το φάντασμα», «Το τραγούδι του
αργαλειού», « Ο Σκάρος», «Το κέντημα του μαντιλιού», «Τραγούδι
κλέφτικο», «Τραγούδι της Ξενιτιάς», «Ο ετοιμοθάνατος βοσκός», «Η
παραγγελία», «Η πρώτη αγάπη», «Εις ένα αστέρι», «Το όνειρον», «Αι
αναμνήσεις», «Πώς να σε λησμονήσω»
κ.ά.) όπως και πεζογραφήματα. Το πεζογραφικό έργο του
Κρυστάλλη αποτελείται από ένα ικανό αριθμό εκλεκτών
διηγημάτων, τα οποία μπορούμε να τα ονομάσουμε και πεζά
τραγούδια όπως η « Βλαχούλα», η « Δασκάλα», η
« Ψωμοπάτη» (το μοναδικό Θεατρικό του), η « Περδικομάτα»
κ.ά.
Ο Κρυστάλλης είναι ο
λυγερόφωνος τραγουδιστής που ξεκίνησε από το Συρράκο της
Ηπείρου, αρματωμένος με τη μικρή σιδερένια φλογέρα του
για να τραγουδήσει την ξενιτιά, τον έρωτα, την Πατρίδα,
το βουνό, τη ρεματιά, το θάνατο, τη ζωή.
Στον Κόσμο αυτόν έδωκε,
με τους μετρημένους του στίχους, ρυθμική πρωτόφαντη
χάρη, που φθάνει ως την επική μεγαλοπρέπεια.
Φίλιππος Αθ. Οικονόμου
Δημοτικοφανή Τραγούδια
από το ποιητικό έργο του Κώστα
Κρυστάλλη